πιτύινος

πιτύινος
πῐτύ-ῐνος [ῠ], η, ον,
A of or from the pine, ῥητίνη π. pine-resin, Hp. Mul.2.203, Thphr.HP9.2.2; so πιτυΐνη alone, Orib.Fr.89, Paul.Aeg. 7.17;

π. στέφανος Plu.2.677b

;

π. φύσημα Gal.13.475

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πιτύϊνος — η, ον, ΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίτυ ή αυτός που είναι κατασκευασμένος από πίτυ («τὸν πρῶτον ἀγῶνα ἔθεσαν περὶ στεφάνου πιτυΐνου», Πλούτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πιτυΐνη ρητίνη από πίτυ αρχ. φρ. «πιτύϊνος οἶνος» ο ρητινίτης. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • πιτυίνων — πιτύινος of fem gen pl πιτύινος of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτυίνη — πιτύινος of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτυίνην — πιτύινος of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτυίνης — πιτύινος of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτυίνοις — πιτύινος of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτυίνου — πιτύινος of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτυίνους — πιτύινος of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτυίνῃ — πιτύινος of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτυίνῃς — πιτύινος of fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτυίνας — πιτυίνᾱς , πιτύινος of fem acc pl πιτυίνᾱς , πιτύινος of fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”